Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρεσβηίς — ίδος, ἡ, Μ πρέσβα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα ίς (πρβλ. βασιληίς)] … Dictionary of Greek
πρεσβηίδα — πρεσβηίς highest fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)